σαφέστατος

σαφέστατος
σαφής
clear
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διάλευκος — η, ο (Α διάλευκος, ον) κατάλευκος νεοελλ. σαφέστατος, ολοφάνερος, ολοκάθαρος αρχ. αυτός που είναι ανάμικτος ή στολισμένος με λευκό …   Dictionary of Greek

  • ολοκάθαρος — η, ο (Μ ὁλοκάθαρος, ον) εντελώς καθαρός, κατακάθαρος, πεντακάθαρος νεοελλ. 1. διαυγέστατος 2. σαφέστατος («ολοκάθαρο νόημα») 3. τιμιότατος, αγνότατος …   Dictionary of Greek

  • χειροπιαστός — και χεροπιαστός, ή, ό, Ν 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πιάσει, να αγγίξει με τα χέρια, απτός, συγκεκριμένος, σε αντιδιαστολή προς τον φανταστικό, τον ιδεατό 2. ολοφάνερος, σαφέστατος (α. «χειροπιαστή πραγματικότητα» β. «χειροπιαστό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”